Βουνό του θεού Απόλλωνα, των Παρνασίδων και των Δρυάδων νυμφών, βουνό των μουσών, βουνό της ποίησης και της μουσικής
Κατάλευκο και πουπουλένιο πέπλο σκεπάζει τις κορφές. Σου θαμπώνει τα μάτια και κατασκεπάζει όποιες σκέψεις σκοτεινές και δυσάρεστες πάνε να ξεφυτρώσουν στα χωράφια του μυαλού. Ένας πελώριος ήλιος χαμογελά γοητευτικά. Ώρα δέκα στα Κελάρια.

Παιχνιδιάρικες ακτίνες του ήλιου, χοροπηδούν από κορφή σε κορφή, από την ύψιστη Λιάκουρα στην κάτασπρη φαλάκρα του Γεροντόβραχου, στην Αρνόβρυση στη Κοτρωνόραχη, κάνουνε σκι στις γυαλιστερές πλαγιές και διασκορπίζονται στις αγκαλιές του ελατοδάσους, που είναι εθνικός δρυμός (στα χαρτιά), ή εθνικός οδυρμός στην πραγματικότητα. … Σήμερα δεν θα μιλήσω γι' αυτό.
Ούτε στα μυστήρια των μύθων θα περιπλανηθώ.. Σήμερα οι κραυγές των λύκων, (που οδήγησαν τους Πελασγούς "προέλληνες" μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα να χτίσουν την πόλη "Λυκώρεια" κοντά στην κορυφή που ονομάστηκε αργότερα παραφραστικά "Λιάκουρα"), δεν ακούγονται πια. Οι λύκοι εξαφανίστηκαν.
Ούτε για τον ομφαλό του κόσμου "το μαντείο των Δελφών" θα σας πω.
Δεν υπάρχει διάθεση για αναζητήσεις και όνειρα και να υπήρχαν τα λιώνουν οι ακτίνες του ήλιου.
Μπουλούκια καταφτάνουν, οι νέοι, οι γέροι και τα παιδιά.
Ερωτευμένοι ο καθένας με τα δικά του όνειρα και τις δικές του ελπίδες, φορούν πολύχρωμες στολές και κουβαλούν πολυποίκιλες γνώμες – ιδέες – απόψεις – όνειρα, καλά ή κακά, έξυπνα ή ανόητα. Μπορεί κανείς να κρεμαστεί πάνω τους ή να τα απορρίψει. Εδώ οι ιδεολογίες και όλα αυτά έχουν ελάχιστη αξία.
Ήρθαν για να παίξουν παιχνίδια με τη βαρύτητα, την ισορροπία, την ταχύτητα την αδρεναλίνη και την απαλάδα του κάτασπρου χαλιού. Παιχνίδια με τις αισθήσεις, με το χρώμα, με την υφή και τη γυαλάδα του χιονιού, με την καμπυλότητα και με τις φόρμες του ανάγλυφου, με το απαλό θρόισμα της χιονοσανίδας πάνω στη πίστα. Παιχνίδι παροδικό για να γεμίσει προσωρινά το εγώ του καθενός, από νιρβάνα ή μακαριότητα ή αυταπάτη.
Όπως σπρώχνει τον καθένα η ανάγκη της δικής του καρδιάς.
Άλλοι στριφογυρίζουν και σωριάζονται στο άσπρο χαλί σαν τα φύλλα που πέφτουν, κι άλλοι έχουν σταθερή πορεία σαν τα αστέρια που έχουν μέσα τους την πορεία και κανένας άνεμος δεν τα φτάνει. Ένας χορός μακαριότητας.
Συνεχίζω να μαθαίνω τις πτυχές της ζωής. Ζήλεψα την ορμητικότητα της δικής τους χαράς και η καρδιά μου χαμογελά.
Συμμετέχω κι εγώ. Μου φαίνονται όλα ωραία, όλα μαγικά και ας είναι αυταπάτη. Ο κόσμος είναι ωραίος όταν ο χρόνος δεν μετρά και τον βλέπει κανείς πάνω από τα δάση και τα βουνά, χωρίς αναζήτηση της καθημερινής πραγματικότητας. Μου φάνηκε πανέμορφο και το μισοφέγγαρο πάνω από το γεροντόβραχο, που κολυμπούσε σα βάρκα μέσα στο απέραντο γαλάζιο του ουρανού.
Εναέρια κλουβιά συνεχίζουν να πηγαινοέρχονται. Αναβατήρες ανεβοκατεβαίνουν στις κορυφές. Ο Δίας – ο αίολος – ο Περικλής – ο Ηρακλής – ο Τηλέμαχος – ο Βάκχος – ο Οδυσσέας – ο Ερμής – η Αφροδίτη – ο Ηνίοχος – ο Παν – η Δηιάνειρα – η Ήρα.
Στα κελάρια και στο φτερόλακα ανακατεύεται το παραμύθι με τη χαρά, με το πανηγύρι, με τη ζωντάνια της ζωής.
Εντελώς ξαφνικά εμφανίστηκαν τα γκρίζα σύννεφα να ξεχύνονται στους ώμους του γεροντόβραχου , να κατηφορίζουν στις πίστες και να χαϊδεύουν το δάσος της ελάτης.
Ο χρόνος φαίνεται να αλλάζει ρυθμούς. Επιταχύνει τα βήματα του. Χάθηκα αυτές τις απειροελάχιστες στιγμές στον απειροελάχιστο χώρο.
Βουνά εσείς, ψηλά και υπερήφανα. Που γεννήσατε θεούς και δαίμονες.
Που στα απάτητα λημέρια σας φωλιάζουν ο ήλιος και το φεγγάρι. Που πάνω σας άνθισε το έλατο το πεύκο και το κυπαρίσσι. Ότι φωλιάζει μέσα σας θαυμάζω κι αγαπώ.
Επιστρέφοντας έρχεται η μελαγχολία. Το άσπρο γίνεται γκρίζο, γίνεται θολό γίνεται μαύρο. Σας φιλώ.
Νικ Παπ